Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λάτομος
λάτος
λατραβιάζειν
λατρεία
λάτρειος
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρευτός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
View word page
λάτρειος
λάτρ-ειος,
A). v. λάτριος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λάτρειος
Headword (normalized):
λάτρειος
Headword (normalized/stripped):
λατρειος
IDX:
62051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62052
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάτρ-ειος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λάτριος</span> .</div> </div><br><br>'}