λατραβιάζειν
λατραβιάζειν· ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῖν, ; cf. λατράζειν· βαρβαρίζειν, Id. λατραβός,
A). = λαμυρός , and λατραβία (λατραπία cod.), = λαμυρία μετὰ ἐρυθριάσεως , Id.:—also λατραβῶν· ἀλαζονευόμενος, and ἐλατράβιζον· τὸ βωμολοχεύειν καὶ πανουργεῖν λατραβίζειν ἔλεγον, Id. λατράζειν, v. λατραβιάζειν . λατραίω, v. λατρείω . λάτραψ· ὑετός, Id.