Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λατάσσω
Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
Λατινος
Λάτιον
λατμενεία
Λάτμιος
Λατογενής
λατομεῖον
λατομεύω
λατομέω
λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λάτομος
λάτος
λατραβιάζειν
View word page
λατομεύω
λᾱτομ-εύω, = sq., PSI 4.423.27 (iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λατομεύω
Headword (normalized):
λατομεύω
Headword (normalized/stripped):
λατομευω
IDX:
62039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62040
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λᾱτομ-εύω</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 4.423.27 </span> (iii B.C.).</div><br><br>'}