Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λατάγη
λάταξ
λατάσσω
Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
Λατινος
Λάτιον
λατμενεία
Λάτμιος
Λατογενής
λατομεῖον
λατομεύω
λατομέω
λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λάτομος
View word page
Λατογενής
Λᾱτογενής, ές, Dor. for Λητογενής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Λατογενής
Headword (normalized):
λατογενής
Headword (normalized/stripped):
λατογενης
IDX:
62037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Λᾱτογενής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, Dor. for <span class="foreign greek">Λητογενής</span>.</div><br><br>'}