Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λαταγεῖον
λαταγέω
λατάγη
λάταξ
λατάσσω
Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
Λατινος
Λάτιον
λατμενεία
Λάτμιος
Λατογενής
λατομεῖον
λατομεύω
λατομέω
λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
View word page
λατμενεία
λατμενεία·
δουλεία
,
Hsch.
(cf.
ἀτμενία
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λατμενεία
Headword (normalized):
λατμενεία
Headword (normalized/stripped):
λατμενεια
IDX:
62035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62036
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λατμενεία·</span> <span class="foreign greek">δουλεία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ἀτμενία</span>).</div><br><br>'}