Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Λασίσματα
λεσιτός
λασιών
λασιῶτις
λασκάζει
λάσκω
λασκωρεῖ
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λᾳστήριον
λασῶ
λαταγεῖον
λαταγέω
λατάγη
λάταξ
λατάσσω
Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
Λατινος
Λάτιον
View word page
λασῶ
λᾱσῶ, Dor. fut. of λανθάνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λασῶ
Headword (normalized):
λασῶ
Headword (normalized/stripped):
λασω
IDX:
62024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62025
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λᾱσῶ</span>, Dor. fut. of <span class="foreign greek">λανθάνω</span>.</div><br><br>'}