Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασιότριχος
λασιουργίας
λασίοφρυς
Λασίσματα
λεσιτός
λασιών
λασιῶτις
λασκάζει
λάσκω
λασκωρεῖ
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λᾳστήριον
λασῶ
λαταγεῖον
λαταγέω
λατάγη
λάταξ
View word page
λασκάζει
λασκάζει· φλυαρεῖ, θωπεύει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λασκάζει
Headword (normalized):
λασκάζει
Headword (normalized/stripped):
λασκαζει
IDX:
62018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62019
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λασκάζει·</span> <span class="foreign greek">φλυαρεῖ, θωπεύει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}