Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασιότριχος
λασιουργίας
λασίοφρυς
Λασίσματα
λεσιτός
λασιών
λασιῶτις
λασκάζει
λάσκω
λασκωρεῖ
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λᾳστήριον
λασῶ
λαταγεῖον
View word page
λεσιτός
λεσιτός·
πόρνη
, Id. (cf.
λαίσιτος
).
λασιχνεύουσα·
πλανωμένη
(Sicel), Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λεσιτός
Headword (normalized):
λεσιτός
Headword (normalized/stripped):
λεσιτος
IDX:
62015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62016
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεσιτός·</span> <span class="foreign greek">πόρνη</span>, Id. (cf. <span class="foreign greek">λαίσιτος</span>). <span class="orth greek">λασιχνεύουσα·</span> <span class="foreign greek">πλανωμένη</span> (Sicel), Id.</div><br><br>'}