Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασιότριχος
λασιουργίας
λασίοφρυς
Λασίσματα
λεσιτός
λασιών
λασιῶτις
λασκάζει
λάσκω
λασκωρεῖ
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
View word page
λασιουργίας
λασιουργίας· ἱστουργίας, δημιουργίας, Hsch. (i.e. ταλας-).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λασιουργίας
Headword (normalized):
λασιουργίας
Headword (normalized/stripped):
λασιουργιας
IDX:
62012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62013
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λασιουργίας·</span> <span class="foreign greek">ἱστουργίας, δημιουργίας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (i.e. <span class="itype greek">ταλας</span>-).</div><br><br>'}