λαρωντιδῶν
λαρωντιδῶν· ἐν τοῖς ἀθροίσμασιν ἔλεγον, ὡς ἐπῳδῶν, λᾶς,
A). = λᾶας , Id.; v. λαστρυγυλίας . λάσα· τράπεζα πληρεστάτη, Id.
II). Λάσα, = Λάρισα , Id.: Adj. Λασαῖος IG 9(2).517.19 . λάσαγγες· οἱ περὶ τὰς Λίμνας χλωροὶ βάτραχοι,