Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρύγγιον
λαρυγγισμός
λαρυγγός
λαρυγγοτομέω
λαρυγγοτομία
λαρυγγόφωνος
λάρυγξ
λαρυδοί
λαρύνω
λαρωντιδῶν
λάσανα
λάσαρον
λασάσθω
λάσειος
λασεῦμαι
λάσθη
λασθῆμεν
λασιαύχην
View word page
λαρυδοί
λαρυδοί· στῦλοι οἱ ἐν τῷ ἀρότρῳ, Hsch. λαρύζει· βοᾷ, ἀπὸ τοῦ λάρυγγος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαρυδοί
Headword (normalized):
λαρυδοί
Headword (normalized/stripped):
λαρυδοι
IDX:
61990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61991
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαρυδοί·</span> <span class="foreign greek">στῦλοι οἱ ἐν τῷ ἀρότρῳ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λαρύζει·</span> <span class="foreign greek">βοᾷ, ἀπὸ τοῦ λάρυγγος</span>, Id.</div><br><br>'}