Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαροειδής
λάρος
λαρός
Λάρτιος
λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρύγγιον
λαρυγγισμός
λαρυγγός
λαρυγγοτομέω
λαρυγγοτομία
λαρυγγόφωνος
λάρυγξ
λαρυδοί
λαρύνω
λαρωντιδῶν
λάσανα
λάσαρον
λασάσθω
View word page
λαρυγγός
λᾰρυγγ-ός· ματαιολόγος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαρυγγός
Headword (normalized):
λαρυγγός
Headword (normalized/stripped):
λαρυγγος
IDX:
61985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λᾰρυγγ-ός·</span> <span class="foreign greek">ματαιολόγος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}