Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαρνακοφθόρος
λάρναξ
λαροειδής
λάρος
λαρός
Λάρτιος
λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρύγγιον
λαρυγγισμός
λαρυγγός
λαρυγγοτομέω
λαρυγγοτομία
λαρυγγόφωνος
λάρυγξ
λαρυδοί
λαρύνω
λαρωντιδῶν
λάσανα
View word page
λαρύγγιον
λᾰρύγγ-ιον, τό, Dim. of λάρυγξ, Gal. 14.474 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαρύγγιον
Headword (normalized):
λαρύγγιον
Headword (normalized/stripped):
λαρυγγιον
IDX:
61983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61984
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λᾰρύγγ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">λάρυγξ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.474 </span>.</div><br><br>'}