Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαρκίδιον
λάρκος
λαρκοφορέω
λαρνάκιον
λαρνακόγυιος
λαρνακοφθόρος
λάρναξ
λαροειδής
λάρος
λαρός
Λάρτιος
λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρύγγιον
λαρυγγισμός
λαρυγγός
λαρυγγοτομέω
λαρυγγοτομία
λαρυγγόφωνος
View word page
Λάρτιος
Λάρτιος, , Trag. for Λαέρτης (q.v.).


ShortDef

pr.n.

Debugging

Headword:
Λάρτιος
Headword (normalized):
λάρτιος
Headword (normalized/stripped):
λαρτιος
IDX:
61978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Λάρτιος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Trag. for <span class="foreign greek">Λαέρτης</span> (q.v.).</div><br><br>'}