Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαπάσσω
λάπη
λάππειν
λαπίζω
λαπικτής
λάπισμα
λαπίσσω
λαπιστής
λάπος
λαπτικός
λαπτυήρ
λάπτω
λαπώδης
λάρβασον
λαρδηγός
λάρδος
λαρίεθος
λάριμνον
λαρινός
λάρινος
λάριξ
View word page
λαπτυήρ
λαπτυήρ· σφοδρῶς πτύων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαπτυήρ
Headword (normalized):
λαπτυήρ
Headword (normalized/stripped):
λαπτυηρ
IDX:
61954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61955
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαπτυήρ·</span> <span class="foreign greek">σφοδρῶς πτύων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}