Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λάπαθον
λαπακτικός
λάπαξις
λαπάρᾱ
λαπαρός
λαπαρότης
λαπάσσω
λάπη
λάππειν
λαπίζω
λαπικτής
λάπισμα
λαπίσσω
λαπιστής
λάπος
λαπτικός
λαπτυήρ
λάπτω
λαπώδης
λάρβασον
λαρδηγός
View word page
λαπικτής
λᾰπ-ικτής,
A). = λαπιστής , Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαπικτής
Headword (normalized):
λαπικτής
Headword (normalized/stripped):
λαπικτης
IDX:
61948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61949
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λᾰπ-ικτής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λαπιστής</span> , Id.</div> </div><br><br>'}