Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαοκρατέομαι
λαοκρίτης
λαομέδων
λᾷον
λαοξόος
λαοξουργέω
λαοπαθής
λαόπαις
λαοπλάνος
λαοπόρος
λαοργός
λαός
λᾶος
λαοσεβής
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
View word page
λαοργός
λαοργός· ἀνόσιος (Sicel), Hsch. (cf. λεωργός).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαοργός
Headword (normalized):
λαοργός
Headword (normalized/stripped):
λαοργος
IDX:
61920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61921
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαοργός·</span> <span class="foreign greek">ἀνόσιος</span> (Sicel), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">λεωργός</span>).</div><br><br>'}