Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λάξομαι
λαξόος
λαξός
λαοβότειρα
λαοβότος
λαογραφέω
λαογραφία
λαόγραφος
λαοδάμας
λαόδικος
λαοδογματικός
λαοδόκος
Λαοίτας
λαοκατάρατος
λαοκρατέομαι
View word page
λαοβότος
λᾱο-βότος, ον , (βόσκὠ
A). = λαοτρόφος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαοβότος
Headword (normalized):
λαοβότος
Headword (normalized/stripped):
λαοβοτος
IDX:
61900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61901
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λᾱο-βότος</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, (βόσκὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λαοτρόφος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}