Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λάξομαι
λαξόος
λαξός
λαοβότειρα
λαοβότος
λαογραφέω
λαογραφία
λαόγραφος
λαοδάμας
λαόδικος
λαοδογματικός
λαοδόκος
Λαοίτας
View word page
λαξός
λαξός
,
A).
v.
λαοξόος
.
λαξπάτητος
, v.
λακπάτητος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λαξός
Headword (normalized):
λαξός
Headword (normalized/stripped):
λαξος
IDX:
61898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61899
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαξός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λαοξόος</span> . <span class="orth greek">λαξπάτητος</span>, v. <span class="ref greek">λακπάτητος</span> .</div> </div><br><br>'}