Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λάξομαι
λαξόος
λαξός
λαοβότειρα
λαοβότος
λαογραφέω
λαογραφία
λαόγραφος
λαοδάμας
λαόδικος
λαοδογματικός
View word page
λάξομαι
λάξομαι, Ion. for λήξομαι, fut. of λαγχάνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λάξομαι
Headword (normalized):
λάξομαι
Headword (normalized/stripped):
λαξομαι
IDX:
61896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61897
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάξομαι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">λήξομαι</span>, fut. of <span class="foreign greek">λαγχάνω</span>.</div><br><br>'}