Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λαμπώδης
λαμυρία
λαμυρίς
λαμυρός
λαμφθῆναι
λαμψάνη
λάμψις
λάμψομαι
λανθανόντως
λανθάνω
λανίζει
Λάνοτρος
λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
View word page
λανίζει
λανίζει·
λαγγάνει, βρέχει
,
Hsch.
λανὸν
κῆρ· σοφωτάτη ψυχή
, Id.
λανόν·
λίθον
, Id.
λᾱνός
, Dor. for
ληνός
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λανίζει
Headword (normalized):
λανίζει
Headword (normalized/stripped):
λανιζει
IDX:
61882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61883
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λανίζει·</span> <span class="foreign greek">λαγγάνει, βρέχει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λανὸν</span> <span class="foreign greek">κῆρ· σοφωτάτη ψυχή</span>, Id. <span class="orth greek">λανόν·</span> <span class="foreign greek">λίθον</span>, Id. <span class="orth greek">λᾱνός</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ληνός</span>.</div><br><br>'}