Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαμπτηρουχία
λαμπτηροφόρος
λαμπυρίζω
λαμπυρίς
λάμπω
λαμπώδης
λαμυρία
λαμυρίς
λαμυρός
λαμφθῆναι
λαμψάνη
λάμψις
λάμψομαι
λανθανόντως
λανθάνω
λανίζει
Λάνοτρος
λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
View word page
λαμψάνη
λαμψάνη, ,
A). = λαψάνη (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαμψάνη
Headword (normalized):
λαμψάνη
Headword (normalized/stripped):
λαμψανη
IDX:
61877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61878
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαμψάνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λαψάνη</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}