Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λαμπτηροκλέπτης
λαμπτηρουχία
λαμπτηροφόρος
λαμπυρίζω
λαμπυρίς
λάμπω
λαμπώδης
λαμυρία
λαμυρίς
λαμυρός
λαμφθῆναι
λαμψάνη
λάμψις
λάμψομαι
λανθανόντως
λανθάνω
λανίζει
Λάνοτρος
λάξ
λαξεία
λάξευμα
View word page
λαμφθῆναι
λαμφθῆναι
, Ion. aor. inf. Pass. of
λαμβάνω
; cf. also
λάμπω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λαμφθῆναι
Headword (normalized):
λαμφθῆναι
Headword (normalized/stripped):
λαμφθηναι
IDX:
61876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61877
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαμφθῆναι</span>, Ion. aor. inf. Pass. of <span class="foreign greek">λαμβάνω</span>; cf. also <span class="foreign greek">λάμπω</span>.</div><br><br>'}