Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαμπρύνω
λάμπρυσμα
λαμπτήρ
λαμπτήρια
λαμπτηροκλέπτης
λαμπτηρουχία
λαμπτηροφόρος
λαμπυρίζω
λαμπυρίς
λάμπω
λαμπώδης
λαμυρία
λαμυρίς
λαμυρός
λαμφθῆναι
λαμψάνη
λάμψις
λάμψομαι
λανθανόντως
λανθάνω
λανίζει
View word page
λαμπώδης
λαμπώδης,
A). v. λάπη .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαμπώδης
Headword (normalized):
λαμπώδης
Headword (normalized/stripped):
λαμπωδης
IDX:
61872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαμπώδης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λάπη</span> .</div> </div><br><br>'}