Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαμπροείμων
λαμπρόζωνος
λαμπρομοιρία
λαμπρόπους
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπρότοξος
λαμπροφαής
λαμπροφανής
λαμπροφεγγής
λαμπρόφθαλμος
λαμπρόφωνος
λαμπρόψυχος
λαμπρυντής
λαμπρυντικός
λαμπρύνω
λάμπρυσμα
λαμπτήρ
λαμπτήρια
λαμπτηροκλέπτης
λαμπτηρουχία
View word page
λαμπρόφθαλμος
λαμπρόφθαλμος, ον,
A). bright-eyed, Hsch. s.v. γλαυκῶπις .


ShortDef

bright-eyed

Debugging

Headword:
λαμπρόφθαλμος
Headword (normalized):
λαμπρόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
λαμπροφθαλμος
IDX:
61857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61858
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαμπρόφθαλμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bright-eyed</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">γλαυκῶπις</span> .</div> </div><br><br>'}