Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λαμπαδόεις
λαμπαδοποιός
λαμπαδουχέω
λαμπαδουχία
λαμπάδουχος
λαμπαδοφόρος
λαμπάζω
λαμπάκτις
λαμπάς
λαμπάς
λαμπαύρας
λαμπετάω
λαμπέτης
λάμπη
λαμπηδών
λαμπήνη
λαμπηνικός
λαμπηρός
λαμπής
λαμπίας
Λάμπος
View word page
λαμπαύρας
λαμπαύρας
,
ὁ
,
A).
v.
λαμπαδίας
.
λάμπεσκε
, Ion. Iterat. of
λάμπω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λαμπαύρας
Headword (normalized):
λαμπαύρας
Headword (normalized/stripped):
λαμπαυρας
IDX:
61828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61829
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαμπαύρας</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λαμπαδίας</span> . <span class="orth greek">λάμπεσκε</span>, Ion. Iterat. of <span class="foreign greek">λάμπω</span>.</div> </div><br><br>'}