Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαμπαδίτης
λαμπαδοδρομέω
λαμπαδοδρομία
λαμπαδοδρομικός
λαμπαδόεις
λαμπαδοποιός
λαμπαδουχέω
λαμπαδουχία
λαμπάδουχος
λαμπαδοφόρος
λαμπάζω
λαμπάκτις
λαμπάς
λαμπάς
λαμπαύρας
λαμπετάω
λαμπέτης
λάμπη
λαμπηδών
λαμπήνη
λαμπηνικός
View word page
λαμπάζω
λαμπάζω, poet. for λάμπω, Man. 4.318 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαμπάζω
Headword (normalized):
λαμπάζω
Headword (normalized/stripped):
λαμπαζω
IDX:
61824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61825
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαμπάζω</span>, poet. for <span class="foreign greek">λάμπω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:318" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.318/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.318 </a>.</div><br><br>'}