Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λαμπαδικός
λαμπάδιον
λαμπάδιος
λαμπαδίτης
λαμπαδοδρομέω
λαμπαδοδρομία
λαμπαδοδρομικός
λαμπαδόεις
λαμπαδοποιός
λαμπαδουχέω
λαμπαδουχία
λαμπάδουχος
λαμπαδοφόρος
λαμπάζω
λαμπάκτις
λαμπάς
λαμπάς
λαμπαύρας
λαμπετάω
λαμπέτης
λάμπη
View word page
λαμπαδουχία
λαμπᾰδουχ-ία
,
ἡ
,
A).
torch-carrying
,
Lyc.
1179
(pl.).
ShortDef
torch-carrying
Debugging
Headword:
λαμπαδουχία
Headword (normalized):
λαμπαδουχία
Headword (normalized/stripped):
λαμπαδουχια
IDX:
61821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61822
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαμπᾰδουχ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">torch-carrying</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1179 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}