Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λάμια
λᾶμμα
λάμνα1
λᾶμνα2
Λᾶμνος
λαμόπτης
λάμος
λαμπαδαρχέω
λαμπαδάρχης
λαμπαδαρχία
λαμπαδάρχισσα
λαμπαδεία
λαμπαδεῖον
λαμπαδεύω
λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορέω
λαμπαδηφορία
λαμπαδηφόρος
λαμπαδίας
λαμπαδίειος
λαμπαδίζω
View word page
λαμπαδάρχισσα
λαμπᾰδάρχ-ισσα, , fem. of λαμπαδάρχης, Ephes. 3.151 No. 68 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαμπαδάρχισσα
Headword (normalized):
λαμπαδάρχισσα
Headword (normalized/stripped):
λαμπαδαρχισσα
IDX:
61800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61801
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαμπᾰδάρχ-ισσα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">λαμπαδάρχης</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ephes.</span> 3.151 </span> No.<span class="bibl"> 68 </span>.</div><br><br>'}