Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λαλύνει
Λαμαχίππιον
λάμαχος
λαμβάνω
λάμβδα
Λάμιᾰ
λάμια
λᾶμμα
λάμνα1
λᾶμνα2
Λᾶμνος
λαμόπτης
λάμος
λαμπαδαρχέω
λαμπαδάρχης
λαμπαδαρχία
λαμπαδάρχισσα
λαμπαδεία
λαμπαδεῖον
λαμπαδεύω
λαμπαδηδρομία
View word page
Λᾶμνος
Λᾶμνος
,
Λαμνόθεν
,
Λαμνιάς
, Dor. for
Λημν
-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Λᾶμνος
Headword (normalized):
λᾶμνος
Headword (normalized/stripped):
λαμνος
IDX:
61794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61795
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Λᾶμνος</span>, <span class="orth greek">Λαμνόθεν</span>, <span class="orth greek">Λαμνιάς</span>, Dor. for <span class="foreign greek">Λημν</span>-.</div><br><br>'}