Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαλιότης
λάλλαι
λαλλοῦσα
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λαλόεις
λάλος
λαλύνει
Λαμαχίππιον
λάμαχος
λαμβάνω
λάμβδα
Λάμιᾰ
λάμια
λᾶμμα
λάμνα1
λᾶμνα2
Λᾶμνος
λαμόπτης
λάμος
λαμπαδαρχέω
λαμπαδάρχης
View word page
λάμβδα
λάμβδα, λαμβδοειδής,
A). v. λάβδα, λαβδοειδής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λάμβδα
Headword (normalized):
λάμβδα
Headword (normalized/stripped):
λαμβδα
IDX:
61788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61789
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάμβδα</span>, <span class="orth greek">λαμβδοειδής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λάβδα, λαβδοειδής</span> .</div> </div><br><br>'}