Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λάλησις
λαλητέος
λαλητικός
λαλητός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιός
λαλιότης
λάλλαι
λαλλοῦσα
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λαλόεις
λάλος
λαλύνει
Λαμαχίππιον
λάμαχος
λαμβάνω
λάμβδα
Λάμιᾰ
λάμια
λᾶμμα
View word page
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
λᾰλο-βᾰρῠ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης [βᾰ],, Dor. λᾰλό-ᾱς, ,
A). heavygoing discordant talker, Com.word in Pratin.Lyr. 1.13 (s.v.l.).


ShortDef

heavygoing discordant talker

Debugging

Headword:
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
Headword (normalized):
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
Headword (normalized/stripped):
λαλοβαρυπαραμελορυθμοβατης
IDX:
61781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61782
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λᾰλο-βᾰρῠ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης</span> [<span class="foreign greek">βᾰ],</span>, Dor. <span class="orth greek">λᾰλό-ᾱς</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">heavygoing discordant talker</span>, Com.word in Pratin.Lyr.<span class="bibl"> 1.13 </span> (s.v.l.).</div> </div><br><br>'}