Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Λάκων
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακώνιον
Λακωνίς
Λακωνισμός
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λακωνόσημος
λάλ
λάλαβις
λαλάγγη
λαλαγέω
λαλαγή
λαλάγημα
λαλαγητής
λαλάζω
λάλαξ
λαλαχεύομαι
λαλέω
λάλη
View word page
λάλαβις
λάλαβις·
λαῖλαψ, κτλ
.,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λάλαβις
Headword (normalized):
λάλαβις
Headword (normalized/stripped):
λαλαβις
IDX:
61758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61759
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάλαβις·</span> <span class="foreign greek">λαῖλαψ, κτλ</span>., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}