Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λακκόπεδον
λακκόπλουτος
λακκοποιός
λακκοπρωκτία
λακκόπρωκτος
λάκκος
λακκοσκαπέρδας
λακκοσχέας
λακκόω
λακκώδης
λακοπεῖν
λακπατέω
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτιμα
λάκτις
λάκτισμα
λακτισμός
λακτίσσω
λακτιστής
λακτιστικός
View word page
λακοπεῖν
λακοπεῖν·
πυνθάνεσθαι
;
λακόπιον·
πυθίον
;
λάκοποι·
ἀρχή τις, ἔνθα οἱ κλέπται κρίνονται
,
Hsch.
λάκος·
ἦχος, ψόφος
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λακοπεῖν
Headword (normalized):
λακοπεῖν
Headword (normalized/stripped):
λακοπειν
IDX:
61735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61736
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λακοπεῖν·</span> <span class="foreign greek">πυνθάνεσθαι</span>; <span class="orth greek">λακόπιον·</span> <span class="foreign greek">πυθίον</span>; <span class="orth greek">λάκοποι·</span> <span class="foreign greek">ἀρχή τις, ἔνθα οἱ κλέπται κρίνονται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λάκος·</span> <span class="foreign greek">ἦχος, ψόφος</span>, Id.</div><br><br>'}