Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαιφύς
λαιψηροδρόμος
λαιψηρός
λαίω
λακάζω
λακάθη
Λάκαινα
λακάνη
λακανίσκη
λακάρα
λάκας
λακαταπύγων
λακατάρατος
λάκαφθον
λακάω
λάκε
Λακεδαιμονιάζω
Λακεδαίμων
λακεδάμα
λακεδών
λακεῖν
View word page
λάκας
λάκας· φάραγγας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λάκας
Headword (normalized):
λάκας
Headword (normalized/stripped):
λακας
IDX:
61697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61698
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάκας·</span> <span class="foreign greek">φάραγγας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}