Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λαϊνόχειρ
λαινυφής
λᾶϊον
λαιόπους
λαιός
λαιός
λαιοστάτης
λαιοτομέω
λαῖπος
λαισήϊον
λαίσιτος
λαίσκαπρος
λαίσπαις
λαῖτα
λαῖτμα
λάϊτος
λαιφάσσω
λαίφη
λαῖφος
λαιφύς
λαιψηροδρόμος
View word page
λαίσιτος
λαίσιτος·
κίναιδος, πόρνη
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λαίσιτος
Headword (normalized):
λαίσιτος
Headword (normalized/stripped):
λαισιτος
IDX:
61678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61679
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαίσιτος·</span> <span class="foreign greek">κίναιδος, πόρνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}