Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαϊκόω
λαιλαπετός
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαίλας
λαιλαφέτης
λαιλάχει
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαγχία
λαιμάζουσιν
λαιμαργέω
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμαργότης
λαιμάσσω
λαίμαστρον
λαιμάω
λαιμητόμος
λαιμίζω
λαιμοδακής
View word page
λαιμάζουσιν
λαιμ-άζουσιν· ἐσθίουσιν ἀμέτρως, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαιμάζουσιν
Headword (normalized):
λαιμάζουσιν
Headword (normalized/stripped):
λαιμαζουσιν
IDX:
61643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61644
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαιμ-άζουσιν·</span> <span class="foreign greek">ἐσθίουσιν ἀμέτρως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}