Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαικάζω
λαικαλέος
λαικαστής
λαϊκός
λαϊκόω
λαιλαπετός
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαίλας
λαιλαφέτης
λαιλάχει
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαγχία
λαιμάζουσιν
λαιμαργέω
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμαργότης
λαιμάσσω
λαίμαστρον
View word page
λαιλάχει
λαιλάχει· ψοφεῖ, Cyr.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαιλάχει
Headword (normalized):
λαιλάχει
Headword (normalized/stripped):
λαιλαχει
IDX:
61639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61640
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαιλάχει·</span> <span class="foreign greek">ψοφεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> </div><br><br>'}