Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαίδης
λαιδρός
Λαΐειος
λαίθαργος
λαιθαρύζειν
λαικάζω
λαικαλέος
λαικαστής
λαϊκός
λαϊκόω
λαιλαπετός
λαιλαπίζω
λαιλαπώδης
λαίλας
λαιλαφέτης
λαιλάχει
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαγχία
λαιμάζουσιν
λαιμαργέω
View word page
λαιλαπετός
λαιλᾰπ-ετός,
A). v. λαῖλαψ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαιλαπετός
Headword (normalized):
λαιλαπετός
Headword (normalized/stripped):
λαιλαπετος
IDX:
61634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61635
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαιλᾰπ-ετός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λαῖλαψ</span> .</div> </div><br><br>'}