λαίθαργος,
ον, said to mean
A). biting secretly (
λαθεῖν, δάκνω), i.e. without barking, of a dog,
σαίνεις δάκνουσα καὶ κύων λ. εἶ S. Fr. 885 , cf. Orac. ap.
Ar. Eq. 1068 ; also, =
λαθραῖος, λαιθάργῳ ποδί Trag.Adesp. 227 :
λάθαργος in
Phryn. PS p.87 B.:
λήθαργος,
Hsch.