Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄμφοισμα
ἀμφόνη
ἀμφορεαφορέω
ἀμφορεαφόρος
ἀμφορείδιον
ἀμφορείῳ
ἀμφορεύς
ἀμφορίζω
ἀμφορικός
ἀμφορίξ
ἀμφόριον
ἀμφορίσκος
ἀμφορίτης
ἀμφοτεράκις
ἀμφοτέρῃ
ἀμφοτερήκης
ἀμφοτερίζω
ἀμφοτερόβλεπτος
ἀμφοτερόγλωσσος
ἀμφοτερογνώμων
ἀμφοτεροδέξιος
View word page
ἀμφόριον
ἀμφόρ-ιον
,
τό
, Dim. of
ἀμφορεύς,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμφόριον
Headword (normalized):
ἀμφόριον
Headword (normalized/stripped):
αμφοριον
IDX:
6161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6162
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφόρ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">ἀμφορεύς,</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}