Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαθριμαῖος
λάθριος
λαθρόβολος
λαθροδάκνης
λαθροκοιτέω
λαθρόνυμφος
λαθρόπινος
λαθροπόδης
λαθροῦν
λαθροφαγέω
λαθρόφαγος
λαθυρίς
λάθυρος
λαί1
λαι2
λαιαί
λαίβα
λᾶϊγξ
λαίδης
λαιδρός
Λαΐειος
View word page
λαθρόφαγος
λαθρόφᾰγ-ος, ον,
A). eating secretly, Hsch.s.v.ζοπαδασπίδας, ζοφοδερκίας.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαθρόφαγος
Headword (normalized):
λαθρόφαγος
Headword (normalized/stripped):
λαθροφαγος
IDX:
61616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61617
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαθρόφᾰγ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eating secretly</span>, Hsch.s.v.<span class="foreign greek">ζοπαδασπίδας, ζοφοδερκίας</span>.</div> </div><br><br>'}