Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαέρκινον
λαέρτης
λαζίνης
λάζομαι
λάζω
λάη
λαθάνεμος
λάθαργος
λαθασμός
λαθέμεν
λαθήβας
λαθητικός
λαθικηδής
λαθίνοστος
λαθιπήμων
λαθίποινος
λαθίπονος
λαθιπορφυρίς
λαθίφθογγος
λαθιφροσύνη
λαθίφρων
View word page
λαθήβας
λαθήβας· γέροντας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαθήβας
Headword (normalized):
λαθήβας
Headword (normalized/stripped):
λαθηβας
IDX:
61582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61583
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαθήβας·</span> <span class="foreign greek">γέροντας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}