Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαδωγενής
λαδωνίς
λαεδός
λαεντιάριος
λαεργής
λαέρκινον
λαέρτης
λαζίνης
λάζομαι
λάζω
λάη
λαθάνεμος
λάθαργος
λαθασμός
λαθέμεν
λαθήβας
λαθητικός
λαθικηδής
λαθίνοστος
λαθιπήμων
λαθίποινος
View word page
λάη
λάη· ὀφθαλμοί, Cyr.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λάη
Headword (normalized):
λάη
Headword (normalized/stripped):
λαη
IDX:
61577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61578
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάη·</span> <span class="foreign greek">ὀφθαλμοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> </div><br><br>'}