Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λάδας
λάδδουσθη
λαδοίατο
λαδρέω
λαδωγενής
λαδωνίς
λαεδός
λαεντιάριος
λαεργής
λαέρκινον
λαέρτης
λαζίνης
λάζομαι
λάζω
λάη
λαθάνεμος
λάθαργος
λαθασμός
View word page
λαεντιάριος
λαεντιάριος· λιθοξόος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαεντιάριος
Headword (normalized):
λαεντιάριος
Headword (normalized/stripped):
λαεντιαριος
IDX:
61570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61571
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαεντιάριος·</span> <span class="foreign greek">λιθοξόος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}