Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λάδας
λάδδουσθη
λαδοίατο
λαδρέω
λαδωγενής
λαδωνίς
λαεδός
λαεντιάριος
λαεργής
λαέρκινον
λαέρτης
λαζίνης
λάζομαι
λάζω
λάη
View word page
λαδωγενής
λαδωγενής· ἡ Ἀφροδίτη, ὅτι ἐπὶ τῷ ἐν Ἀρκαδίᾳ ποταμῷ Λάδωνι ἐγεννήθη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαδωγενής
Headword (normalized):
λαδωγενής
Headword (normalized/stripped):
λαδωγενης
IDX:
61567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61568
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαδωγενής·</span> <span class="foreign greek">ἡ Ἀφροδίτη, ὅτι ἐπὶ τῷ ἐν Ἀρκαδίᾳ ποταμῷ Λάδωνι ἐγεννήθη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}