Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λαγώπυρος
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λάδας
λάδδουσθη
λαδοίατο
λαδρέω
λαδωγενής
λαδωνίς
λαεδός
λαεντιάριος
λαεργής
λαέρκινον
λαέρτης
λαζίνης
View word page
λάδδουσθη
λάδδουσθη
, Boeot.,
A).
=
λάζυσθαι
,
IG
7.3054.6
(Lebad., iv B. C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λάδδουσθη
Headword (normalized):
λάδδουσθη
Headword (normalized/stripped):
λαδδουσθη
IDX:
61564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61565
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάδδουσθη</span>, Boeot., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λάζυσθαι</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 7.3054.6 </span> (Lebad., iv B. C.).</div> </div><br><br>'}