Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λαγώπους
λαγώπυρος
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λάδας
λάδδουσθη
λαδοίατο
λαδρέω
λαδωγενής
λαδωνίς
λαεδός
λαεντιάριος
λαεργής
λαέρκινον
λαέρτης
View word page
λάδας
λάδας·
ἔλαφος νεβρίας
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λάδας
Headword (normalized):
λάδας
Headword (normalized/stripped):
λαδας
IDX:
61563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61564
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάδας·</span> <span class="foreign greek">ἔλαφος νεβρίας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}