Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαγωοφόνος
λαγώπους
λαγώπυρος
λαγώς
λαγωσφαγία
λαγωτροφεῖον
λαγωτροφέω
λαγώφθαλμος
λαγωφόνος
λαγώχειλος
λάδανον
λάδας
λάδδουσθη
λαδοίατο
λαδρέω
λαδωγενής
λαδωνίς
λαεδός
λαεντιάριος
λαεργής
λαέρκινον
View word page
λάδανον
λάδανον,
A). v. λήδανον .


ShortDef

an aromatic gum, gum mastich

Debugging

Headword:
λάδανον
Headword (normalized):
λάδανον
Headword (normalized/stripped):
λαδανον
IDX:
61562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61563
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάδανον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λήδανον</span> .</div> </div><br><br>'}