Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαγόγηρως
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοθηρέω
λαγοκτονέω
λαγοκύμινον
λαγονάτη
λαγορεῖς
λαγόφθαλμος
λαγρόν
λαγρός
λαγύνιον
λαγυνίς
λαγυνίων
λαγυνοθήκη
λάγυνος
λαγυνοφόρια
λαγχάνω
λαγωβολεῖον
λαγωβολία
λαγώβολον
View word page
λαγρός
λαγρός· κραββάτιον, Hsch. λαγρονίτης· εἶδος πλακοῦντος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαγρός
Headword (normalized):
λαγρός
Headword (normalized/stripped):
λαγρος
IDX:
61531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαγρός·</span> <span class="foreign greek">κραββάτιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λαγρονίτης·</span> <span class="foreign greek">εἶδος πλακοῦντος</span>, Id.</div><br><br>'}